μελισσοκόμικος
μελισσοκόμικος (grčki jezik)
urediizgovor: melissokómikos
prijevod:
imenica
- (1.1) saće
sinonimi: μελικηρίς (ž), μελιτόκηρον (ž), μελόπηττα (ž); κηρήθρα (kiríthra) (ž) (83%), κερήθρα (keríthra) (ž) (14%), κηρύθρα (kirýthra) (ž) (2%), κυρήθρα (kyríthra) (ž) (1%) [1]
Izvori
uredi- ↑ Prema Google Ελλάς, kolovoz 2010.